άθιχτος

άθιχτος
-η, -ο
ο άθικτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απροτίμαστος — ἀπροτίμαστος, ον (Α) 1. άθιχτος, αμόλυντος 2. απλησίαστος …   Dictionary of Greek

  • άγγι(α)χτος — η, ο 1. ανέγγιχτος, άθιχτος: Άφησε το φαγητό του άγγι(α)χτο. 2. αυτός που θυμώνει εύκολα: Μην τον πειράζεις, γιατί είναι άγγι(α)χτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθικτος — άθικτος, η, ο και άθιχτος, η, ο 1. ανέγγιχτος: Το φαγητό έμεινε στο τραπέζι άθιχτο. 2. απείραχτος, σώος: Κοίταζαν το αρχαίο θέατρο και θαύμαζαν· τα χρόνια που πέρασαν το χαν αφήσει άθιχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέγγιχτος — η, ο 1. άθιχτος, καινούριος: Το φαγητό που του είχαν βάλει στεκόταν ανέγγιχτο. 2. εύθικτος: Πρόσεχέ τον, γιατί είναι άνθρωπος ανέγγιχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απείραχτος — απείραχτος, η, ο και απείραγος, η, ο επίρρ. α 1. ανενόχλητος: Δεν άφηνε άνθρωπο απείραχτο. 2. άθιχτος, ακέραιος: Τα βρήκαν όλα στο σπίτι απείραχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρθένος — α, ο 1. ο αγνός, καθαρός, απείραχτος, άθιχτος: Εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα, που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση (Γ. Σεφέρης). 2. το θηλ., παρθένα η κόρη η αδιακόρευτη, η αχάλαστη, η αγνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”